- ἀστείως
- D0-0-0-0-1=1 2 Mc 12,43honourably, honestly
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
Ἀστείως — Ἄστειος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστείως — ἀστεί̱ως , ἀστεῖος of the town adverbial ἀστεί̱ως , ἀστεῖος of the town masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκορίζομαι — ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ (στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις νεοελλ. καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο τού ονόματός του μσν. αρχ. μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και… … Dictionary of Greek